θρος

θρος
ο
γεν. θρου, θρόισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θρος — ο [θρους] ο θρους, το θρόισμα …   Dictionary of Greek

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • λύθρος — (I) λύθρος, ὁ, και λύθρον, τὸ (Α) 1. αίμα πηγμένο και αναμεμιγμένο με σκόνη και ιδρώτα, λάσπη αίματος («εὗρεν ἔπειτ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», Ομ. Οδ.) 2. κηλίδα από τέτοιο αίμα 3. το ακάθαρτο… …   Dictionary of Greek

  • σκυθρός — ά, όν, Α οργίλος, οργισμένος, θυμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σκυθρός έχει σχηματιστεί είτε < θ. σκυ δ τού σκύζομαι* «οργίζομαι» είτε < θ. σκυδ (πιθ. μέσω ενός τ. *σκυσ θρός) + επίθημα θρός (πρβλ. νω θρός)] …   Dictionary of Greek

  • λάληθρος — λάληθρος, ον (Α) λάλος, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ + επίθημα θρος (πρβλ. στρωμύλη θρος)] …   Dictionary of Greek

  • μυλωθρός — ο (Α μυλωθρός, θηλ. μυλωθρίς, ίδος) ιδιοκτήτης μύλου σιτηρών, μυλωνάς νεοελλ. εργάτης που δουλεύει σε αλευρόμυλο αρχ. 1. ως επίθ. μυλωθρός, όν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στον μύλο («μυλωθρὸς ᾠδή») 2. (το θηλ. ως κύριο όν.)… …   Dictionary of Greek

  • όλεθρος — ο (ΑΜ ὄλεθρος) 1. παντελής καταστροφή, φθορά, αφανισμός 2. θάνατος («κτεῑναί μ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. καθετί που επιφέρει μεγάλη καταστροφή 2. (περιφρονητικά ιδίως για πρόσ.) φθοροποιός, καταστροφέας, λυμεώνας («ὀλέθρου Μακεδόνος» για …   Dictionary of Greek

  • ολέτης — ὀλέτης, ὁ, θηλ. ὀλέτις (Α) ολετήρας, καταστροφέας, εξολοθρευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε (βλ. όλλυμι, πρβλ. ὄλε θρος, ὤλεσ α) + κατάλ. της (πρβλ. ερέ της)] …   Dictionary of Greek

  • πατρολέτωρ — ορος, ὁ, Α ο πατροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + ολέτωρ (< θ. ολε τού ὄλλυμι «καταστρέφω», πρβλ. ὄλε θρος), πρβλ. παιδ ολέτωρ] …   Dictionary of Greek

  • σκεθρός — ά, όν, και ιων. τ. θηλ. σκεθρή, Α 1. επιμελώς κατασκευασμένος, ακριβής («γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας», Ιπποκρ.) 2. επιμελής, προσεκτικός. επίρρ... σκεθρῶς Α κατά τρόπο σκεθρό, με ακρίβεια, με επιμέλεια («προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντα», Αισχύλ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”